Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὥσπερ ἂν εἰ

См. также в других словарях:

  • ώσπερ — ὥσπερ, ΝΜΑ, και βαρβαρ. τ. ὤσπερ Α (τροπ. επίρρ.) (λόγιος τ.) όπως ακριβώς (α. «όρμησε ώσπερ μαινόμενος ταύρος» β. «τοῑς ἠτυχηκόσιν ὥσπερ ἐγώ», Δημοσθ.) αρχ. 1. παραδείγματος χάριν, λογουχάρη («ὅταν χορὸς... γίγνηται, ὥσπερ ὁ εἰς Δῆλον… …   Dictionary of Greek

  • ὥσπερ — like as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡσπερ — ὡς , ὡς so proclitic indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧσπερ — ὧς , ὡς so proclitic indeclform (conj) ὧς , ὡς so indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φιλοῦσιν ἀλλήλους ὥσπερ γαλῆ καὶ κύων. — См. Как кошка с собакой …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καί γάρ τό είϑισμένού ὥσπερ πεφυκός ἥδη γίγνεται. — См. Привычка вторая натура …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς. — См. Угря в руках не удержишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὡσπερανεί — ὥσπερ like as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡσπερεί — ὥσπερ like as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωσπερεί — και ὥσπερ εἰ Α επίρρ. ακριβώς σαν να («ὥσπερ εἰ παρεστάτεις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + εἰ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»